αντιτεμνω

αντιτεμνω
    ἀντιτέμνω
    ἀντι-τέμνω
    нарезать, в знач. приготовлять
    

(φάρμακα πολυπόνοις βροτοῖσιν Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αντιτεμνω" в других словарях:

  • αντιτέμνω — ἀντιτέμνω (Α) φρ. κόβω βότανα για να χρησιμοποιηθούν εναντίον των ασθενειών («Φοῑβος ἔδωκε φάρμακα ἀντιτεμὼν βροτοῑσι») …   Dictionary of Greek

  • ἀντιτεμνόμενος — ἀντιτέμνω cut against pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιτεμών — ἀντιτέμνω cut against aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντίτομος — ἀντίτομος, ον (Α) [αντιτέμνω] 1. αυτός που κόβεται για να χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία κακού 2. φρ. «ἀντίτομα ὀδυνᾱν» φάρμακα για τις λύπες (Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»